- καθῃμαγμένος
- καθαιμάσσωmake bloodyperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθημαγμένος — η, ο (Α καθημαγμένος, η, όν) αιμόφυρτος, καταματωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. καθ ήμαγμαι τού ρ. καθ αιμάσσω] … Dictionary of Greek
ολαίματος — ὁλαίματος, ον (Α) (για τα χέρια) αυτός που είναι γεμάτος αίμα, καθημαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + αἷμα, ατος (πρβλ. πολυ αίματος)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek